Ενδεικτική Κριτικογραφία
Γιάντες
“Η Αμάντα Μιχαλοπούλου είναι 30 ετών και φαίνεται πως τα ξέρει όλα – όλα για τις σχέσεις, για τον θάνατο, για τον έρωτα, την προδοσία και την φιλία. Όλα για το τί σημαίνει να γράφεις βιβλία και για το τί σημαίνει να απολαμβάνεις το σώμα, το μυαλό και τα καλύτερα παιχνίδια. Άρα η ύπαρξη της αποτελεί μια ανακούφιση. Είναι σχεδόν σίγουρο ότι διαθέτει απόθεμα έμπνευσης και ταλέντου, ότι έχει ένα πλήθος βιβλία στο μακρύ της μέλλον αλλά κι αν δεν έχει, δεν πειράζει. Το Γιάντες είναι κιόλας μια μεγάλη συνεισφορά στην ελληνική λογοτεχνία, στην λογοτεχνία γενικά, στην απόλαυση των κειμένων, στην περιπέτεια του homo ludens”.
Σώτη Τριανταφύλλου, Διαβάζω, 1.3.1997
“Επιτέλους ένα έξυπνο, ευρηματικό, πολυπρισματικό, απολαυστικό μυθιστόρημα, γραμμένο με μπρίο και μαεστρία (…) Πάνω απ’ όλα το Γιάντες είναι ένα μυθιστόρημα που σε πείθει ότι αξιοποιώντας διάφορες παραδόσεις αποποιείται όλες τις πεπατημένες και συγκροτείται πάνω σε μια διαρκή αναζήτηση της ίδιας του της φόρμας”.
Σπύρος Τσακνιάς, Το Βήμα, 30.3.1997
“Ένα πολυφωνικό και πολυγενές μυθιστόρημα, το οποίο παίζει με διάφορες γλώσσες και αφηγηματικά είδη: με την αργκό της γλωσσολογίας και των μαγειρικών συνταγών, με την επιστολική λογοτεχνία, με το μαγικό ρεαλισμό(…) Το Γιάντες είναι το πρώτο μυθιστόρημα της Αμάντας Μιχαλοπούλου και χωρίς αμφιβολία ένα από τα καλύτερα των τελευταίων ετών”.
Βαγγέλης Χατζηβασιλείου, Ελευθεροτυπία, 26.2.1997
“Εξαιρετικό. Με δεδομένο ότι στις μέρες μας όλα έχουν λεχθεί, σημασία έχει ο τρόπος που θα αφηγηθείς την ιστορία σου. Επιβεβαιώνοντας τον κοινό τόπο, η Αμάντα Μιχαλοπούλου ξεκινά να περιγράψει στο πρώτο της μυθιστόρημα Γιάντες τις συνηθισμένες περιπέτειες μιας μεσοαστικής οικογένειας. Ξέρει όμως να τις αφηγηθεί με τόσο πρωτότυπο και έμπειρο τρόπο, ώστε δημιουργεί ένα απ’ τα ωραιότερα μυθιστορήματα των τελευταίων ετών”.
Ελισάβετ Κοτζιά, Η Καθημερινή, 9.2.1997
“Τοποθετώντας ένα βιβλίο μέσα σε ένα άλλο, πολύ μεγαλύτερο από άποψη έκτασης και ενδιαφέροντος, η συγγραφέας Αμάντα Μιχαλοπούλου επιτυγχάνει τα εξής συναρπαστικά: αλλάζει το ρυθμό, το πρόσωπο που αφηγείται, την οικονομία του κειμένου, τα άτομα που αναλύονται. Στη συνέχεια μέσω του δεύτερου αφηγήματος νομιμοποιεί τις καταστάσεις, σφίγγει την αφήγηση, υποθάλπει την αληθοφάνεια και τροχοπεδεί το γκροτέσκο”.
Χρίστος Παπαγεωργίου, Η Κυριακάτικη Αυγή, 9.2.1997
Όσες φορές αντέξεις
“Η επιμονή του αναγνώστη θα ανταμειφθεί με την ανάγνωση ενός έξυπνου, τερπνού και μελαγχολικού κατά βάθος μυθιστορήματος”.
Σπύρος Τσακνιάς, Το Βήμα της Κυριακής, 10.1.1999
‘Ένα εξαιρετικό βιβλίο, άψογα δουλεμένο, ένα βιβλίο που σπάει τα όρια του ελληνικού επαρχιωτισμού και της ομφαλοσκόπησης”.
Χίλντα Παπαδημητρίου, Zoo, 1.1999
“Η Αμάντα Μιχαλοπούλου δίνει την εντύπωση πως συναγωνίζεται τον εαυτό της, προσπαθώντας όχι απλώς να τον ξεπεράσει, αλλά να μην του μοιάζει.”
Βαγγέλης Αθανασόπουλος, Διαβάζω, 1999
Παλιόκαιρος
“Με λόγο ανάλαφρο, μοντέρνο, καυστικό και συχνά απολαυστικό η ΑΜ μας μιλάει για τον παλιόκαιρο που κανένα μετεωρολογικό δελτίο δεν μπορεί να προβλέψει, αυτόν που ξεσπάει μέσα μας αδόκητα και αδικαιολόγητα, άλλοτε για να μας συντρίψει συνηθέστερα για να μας καθαίρει”.
Λίνα Πανταλέων, Διαβάζω, τεύχος 419, 6.2001
“Ένα εύστροφο, πνευματώδες μυθιστόρημα, δροσερό και δυναμικό στην έκφραση, πολύ ενδιαφέρον στις λεπτομέρειες(…)
Δημοσθένης Κούρτοβικ, Τα Νέα, 2001
Γιατί σκότωσα την καλύτερή μου φίλη
“Η Μιχαλοπούλου βαδίζει ξανά σε καλά και προσεκτικά χαραγμένο δρόμο: η Άννα και η Μαρία αφήνουν ελεύθερη την ατομικότητα τους μέσα στις σφοδρές συγκρούσεις της θανάσιμης φιλίας τους και κερδίζουν πέρα για πέρα την συμμετοχή μας στο παιχνίδι ενός δύστροπου όσο και μοιραίο δεσμού”.
Βαγγέλης Χατζηβασιλείου, Βιβλιοθήκη, Ελευθεροτυπία, 9.3.2003
“Κατορθώνει να πλάσει πολυάριθμα ζωντανά πρόσωπα συνδυάζοντας την εύστοχη περιγραφική παρατήρηση με τη χαρακτηριστική τους κουβέντα και ταυτόχρονα αγκαλιάζει τους αλληλοσπαρασσόμενους ανθρώπους της με την ανεκτική μάτια που καλλιεργεί το κλασικό μυθιστόρημα. Η Μιχαλοπούλου επιτυγχάνει μ’άλλα λόγια αυτό που περιγράφει το μόττο του βιβλίου της: την δημιουργία του ελεύθερου ως την πλήρη πλήρη αναρχία, και ταυτόχρονα κυριαρχημένου από πνεύμα ολοκληρωτισμού, είδους που είναι το αστικό μυθιστόρημα”.
Ελισάβετ Κοτζιά, Η Καθημερινή, 16.3.2003
Πώς να κρυφτείς
“Τρία χρόνια είχε να βγάλει μυθιστόρημα η Αμάντα Μιχαλοπούλου. Στο μεσοδιάστημα, ζώντας κι εκείνη κατ’ επιλογήν στη Γερμανία, ωρίμασε λογοτεχνικά τόσο, ώστε να καταθέσει, νομίζω, το καλύτερο βιβλίο της. Πιο σίγουρη για τα λογοτεχνικά της μέσα (…) βρίσκει τη δική της φωνή. Και, το κυριότερο, κατορθώνει να δώσει πειστική φωνή στην τόσο φορτισμένη σιωπή ενός εξαιρετικά ενδιαφέροντος, πολύ σύγχρονου ήρωα”.
Ναταλί Χατζηαντωνίου, Ελευθεροτυπία, 4.1.2011
Λαμπερή Μέρα
“Η Μιχαλοπούλου φωτίζει υποβλητικά τον δαιδαλώδη αυτόν γυναικείο κόσμο, αποφεύγοντας να εμπλέξει τις ηρωίδες στην οιαδήποτε έμφυλη ιδεολογία, μια και ό,τι προέχει στις σελίδες της είναι ο τονισμός των υπαρξιακών χαρακτηριστικών τους, που αποκαλύπτουν και μια εις βάθος επεξεργασμένη ψυχολογία”.
Βαγγέλης Χατζηβασιλείου, Το Βήμα, 10.6.2012
Η γυναίκα του Θεού
“Δεν είναι μυθιστόρημα που το διαβάζεις και το αφήνεις στο ράφι αλλά βιβλίο στο οποίο επανέρχεσαι. Το ξαναπιάνεις, το σκαλίζεις, διαβάζεις πάλι τις πολύτιμες σελίδες του για να στοχαστείς με τη σειρά σου. Και για να γελάσεις. Και για να συγκινηθείς (…) Εύγε, Αμάντα Μιχαλοπούλου!”
Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης, Lifo, 8.10.2014
Μπαρόκ
«Σε ένα υποδειγματικά γραμμένο autofiction ή μυθιστόρημα με τη μορφή της αυτοβιογραφίας, η συγγραφέας αποσυνθέτει τον εμπειρικό εαυτό της για να τον ξαναβρεί λογοτεχνικά και να μας τον χαρίσει με τον πιο φαντασιωτικό, μεταρσιωτικό και αδιανόητα γοητευτικά τρόπο».
Τίνα Μανδηλαρά, Lifo, 6.10.2018
«Η Αμάντα Μιχαλοπούλου γράφει ένα μυθιστόρημα “επινόησης εαυτού”, πράγμα που τη φέρνει αυτή τη στιγμή στην πρώτη γραμμή των λογοτεχνικών αναζητήσεων. Αλλά κι αυτό δεν θα είχε καμία σημασία αν το μυθιστόρημα δεν ήταν τόσο καλό, αν δεν έφτανες ως την τελευταία σελίδα του με ένα αίσθημα απόλαυσης. Ας το πω: μπαρόκ αναγνωστική απόλαυση».
Νίκος Μπακουνάκης, Το Βήμα, 24.05.2018
«Δεν είναι ακριβώς μια ματιά στην “κουζίνα” του συγγραφέα, αλλά μια πανοραμική θέα του ίδιου του δημιουργού».
Διονύσης Μαρίνος, Bookpress, 24.05.2018
«Σίγουρα ένα από τα καλύτερα βιβλία της Μιχαλοπούλου αλλά και των τελευταίων αρκετών ετών».
Βαγγέλης Χατζηβασιλείου, Το Βήμα, 4.05.2018